- κριθαράκι
- τό1) макаронные изделия (напоминающие зёрна ячменя); 2) см. κριθή 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κριθαράκι — (Ιατρ.). Μικρό, γεμάτο με πύο απόστημα του δέρματος, που δημιουργείται στο ελεύθερο χείλος του βλεφάρου και οφείλεται συνήθως σε σταφυλόκοκκο. Το κ. είναι συχνό κυρίως σε παιδιά και άτομα ευαίσθητα σε σταφυλοκοκκιάσεις, εντοπίζεται δε στα βλέφαρα … Dictionary of Greek
κριθαράκι — το 1. είδος ζυμαρικού που έχει σχήμα κριθαριού. 2. εξάνθημα στο άκρο του βλεφάρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Griechische Nudel — Kritharáki (griechisch κριθαράκι, türkisch arpa sehriye, der Diminutiv von Krithari = Gerste) sind kleine Nudeln in Getreidekorn bzw. Reisform, die häufig Verwendung in der Griechischen Küche finden. bunte Kritharaki (Münze zum Größenvergleich)… … Deutsch Wikipedia
Kritharaki — Kritharáki (griechisch κριθαράκι, türkisch arpa sehriye, der Diminutiv von Krithari = Gerste) sind kleine Nudeln in Getreidekorn bzw. Reisform, die häufig Verwendung in der Griechischen Küche finden. bunte Kritharaki (Münze zum Größenvergleich)… … Deutsch Wikipedia
Orzo — Kritharáki (griechisch κριθαράκι, türkisch arpa sehriye, der Diminutiv von Krithari = Gerste) sind kleine Nudeln in Getreidekorn bzw. Reisform, die häufig Verwendung in der Griechischen Küche finden. bunte Kritharaki (Münze zum Größenvergleich)… … Deutsch Wikipedia
Risoni — Kritharáki (griechisch κριθαράκι, türkisch arpa sehriye, der Diminutiv von Krithari = Gerste) sind kleine Nudeln in Getreidekorn bzw. Reisform, die häufig Verwendung in der Griechischen Küche finden. bunte Kritharaki (Münze zum Größenvergleich)… … Deutsch Wikipedia
κρίθος — ο (Μ κρίθος) νεοελλ. μεγάλος κόκκος ή μεγάλο στέλεχος κριθαριού μσν. 1. το κριθάρι 2. ο καρπός τού κριθαριού 3. το κριθαράκι τού ματιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή, με αναβιβασμό τού τόνου και αλλαγή τού γένους, αναλογικά προς το ουσ. σίτος] … Dictionary of Greek
κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… … Dictionary of Greek
μανέστρα — η είδος ζυμαρικού, κριθαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. manestra] … Dictionary of Greek
ποσθία — ἡ, Α 1. η ακροβυστία, η ακροποσθία 2. τοπικό οίδημα στα βλέφαρα, κριθαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ αποκοπή από το σύνθ. ἀκροποσθία] … Dictionary of Greek
χαλάζιο — το / χαλάζιον, ΝΑ [χάλαζα] ιατρ. όγκος μικρού μεγέθους που μοιάζει με κόκκο και αναπτύσσεται στα βλέφαρα, εσωτερικό κριθαράκι … Dictionary of Greek